- .ύεται
- ὕ̱εται , ὕωrainpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕεται — ὕ̱εται , ὕω rain pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
одъждѧтисѧ — ОДЪЖДѦ|ТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Проливаться в виде дождя: море раздѣлѧетсѧ. хлѣбъ одождѧѥтсѧ. сл҃нце стоить. (ὕεται) ГБ к. XIV, 198в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ηλιώ — ἡλιῶ, όω (Α) [ήλιος] 1. εκθέτω κάτι στον ήλιο, λιάζω 2. παθ. ἡλιοῡμαι, όομαι α) ζω στον ήλιο, είμαι εκτεθειμένος στον ήλιο β) καίγομαι από τον ήλιο, προσβάλλομαι από ηλίαση γ) φωτίζομαι από τον ήλιο δ) (πληθ. ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ… … Dictionary of Greek
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
ύω — Α 1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ εν. ως απρόσ.) ὕει βρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.) 3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.) 4. μέσ. ὕομαι… … Dictionary of Greek
ԱՆՁՐԵՒԱՆԱՄ — (ացաւ.) NBH 1 0197 Chronological Sequence: 5c դիմազ. ԱՆՁՐԵՒԱՆԱՅ. ὔεται, ὔιτο pluit, ut pluvium fluit Իբրեւ անձրեւ իջանէ. անձրեւէ. տեղայ. եւ գալ մանանայի, եաղմագ. *Հաց անձրեւասցի, եւ վէմ աղբիւրասցի: Ծովն բաժանեցաւ, հացն անձրեւացաւ. Ածաբ. պասեք. եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)